- ἀγχιστεύουσα
- ἀγχιστεύωto be nextpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγχιστευούσας — ἀγχιστευούσᾱς , ἀγχιστεύω to be next pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀγχιστευούσᾱς , ἀγχιστεύω to be next pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… … Dictionary of Greek